Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατοποθέτητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατοποθέτητ|ος <-η, -ο> [atɔpɔˈθɛtitɔs] ΕΠΊΘ

1. ατοποθέτητος (εξάρτημα):

ατοποθέτητος

2. ατοποθέτητος (σε υπηρεσία):

ατοποθέτητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский