Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πυρηνικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πυρηνικ|ός <-ή, -ό> [piriniˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. πυρηνικός (γενικά):

πυρηνικός
Kern-

Παραδειγματικές φράσεις με πυρηνικός

πυρηνικός συντονισμός
πυρηνικός ίκτερος
πυρηνικός μαγνητισμός
πυρηνικός αντιδραστήρας
πυρηνικός πόλεμος
Atomkrieg αρσ
ατομικός/πυρηνικός πόλεμος
Atomkrieg αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский