Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προπορεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προπορ|εύομαι <-εύτηκα> [prɔpɔˈrɛvɔmɛ] VERB αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με προπορεύομαι

προπορεύομαι της εποχής μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский