Ελληνικά » Γερμανικά

σκι [sci] SUBST ουδ αμετάβλ

1. σκι (χιονοπέδιλο):

σκι
Ski αρσ
Slalomski αρσ
Abfahrtsski αρσ

2. σκι (θαλάσσιο):

Wasserski αρσ
σκι σλάλομ
Slalomski αρσ

3. σκι (σπορ στο χιόνι):

σκι
Skilaufen ουδ
σκι
Skifahren ουδ
κάνω σκι
αλπικό σκι
Freestyle ουδ
Skilanglauf αρσ

4. σκι (σπορ στο νερό):

σκι
Wasserski ουδ
κάνω σκι

τζετ-σκί [dzɛtˈsci] SUBST ουδ αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский