Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sciˈazɔ] VERB μεταβ

1. σκιάζω (ρίχνω σκιά):

2. σκιάζω μτφ (εξαιτίας ατυχήματος, θανάτου κτλ):

σκιάζω

3. σκιάζω (ζωγραφίζοντας):

σκιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский