Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκάρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκάρα [ˈskara] SUBST θηλ

1. σκάρα (για ψήσιμο):

σκάρα
Grill αρσ

2. σκάρα (αυτοκινήτου):

σκάρα
σκάρα για σκι
Skiträger αρσ

3. σκάρα (ποδηλάτου, μοτοσυκλέτας):

σκάρα
σκάρα ποδηλάτου

Παραδειγματικές φράσεις με σκάρα

σκάρα για σκι
Skiträger αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский