Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκαρί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκαρί [skaˈri] SUBST ουδ

1. σκαρί (βάση στο ναυπηγείο):

σκαρί
Stapel αρσ

2. σκαρί (ανάστημα):

σκαρί
Figur θηλ

3. σκαρί (ιδιοσυγκρασία):

σκαρί
Veranlagung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский