Ελληνικά » Γερμανικά

Κουβανέζ|ος (-α) [kuvaˈnɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) οικ

Kubaner(in) αρσ (θηλ)

κουβανικ|ός <-ή, -ό> [kuvaniˈkɔs] ΕΠΊΘ

I . κουβαριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [kuvaˈri̯azɔ] VERB μεταβ (κλωστή)

II . κουβαριάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. κουβαριάζομαι (ζαρώνω):

κουβαρντ|άς [kuvarˈdas], χουβαρντ|άς [xuvarˈdas] <-άδες> SUBST αρσ, κουβαρντ|ού [kuvarˈdu], χουβαρντ|ού [xuvarˈdu] <-ούδες> SUBST θηλ

κουβανέζικ|ος <-η, -ο> [kuvaˈnɛzikɔs] ΕΠΊΘ οικ

Κουβαν|ός (-ή) [kuvaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

κουβάλημα [kuˈvalima] SUBST ουδ

κουβέρτα [kuˈvɛrta] SUBST θηλ

1. κουβέρτα (για το κρεβάτι):

Decke θηλ

2. κουβέρτα ΝΑΥΣ:

Deck ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский