Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουβαλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κουβαλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kuvaˈlɔ] VERB μεταβ

1. κουβαλώ:

κουβαλώ

2. κουβαλώ (με κόπο):

κουβαλώ

II . κουβαλιέμαι VERB αυτοπ ρήμα οικ (έρχομαι απροσδόκητα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский