Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: hundert , hungern , Hundert , Hund και Hunger

Hundert1 <-, -en> SUBST θηλ (Zahl)

hungern [ˈhʊŋɐn] VERB αμετάβ

1. hungern (Hunger leiden):

2. hungern (fasten):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский