Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „betr��chtlich“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: beträchtlich , unbeträchtlich , verächtlich , gerichtlich , ersichtlich , beachtlich , geschichtlich , rechtlich , betrieblich και betrüblich

unbeträchtlich ΕΠΊΘ

beachtlich ΕΠΊΘ

1. beachtlich (beachtenswert):

2. beachtlich (bedeutend):

geschichtlich ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский