Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαστικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαστικά [ðikastiˈka] SUBST ουδ πλ (έξοδα δίκης)

δικαστικά

Παραδειγματικές φράσεις με δικαστικά

δικαστικά έξοδα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский