Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δικαστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δικαστής [ðikasˈtis] SUBST mf, δικαστίνα [ðikasˈtina] SUBST θηλ

δικαστής
Richter(in) αρσ (θηλ)
δικαστής ανηλίκων
Jugendrichter(in) αρσ (θηλ)
επαγγελματίας δικαστής
Berufsrichter(in) αρσ (θηλ)
ποινικός/ποινική δικαστής
Strafrichter(in) αρσ (θηλ)
βοηθός mf δικαστής
Hilfsrichter(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με δικαστής

δικαστής αρσ ανηλίκων
βοηθός mf δικαστής
Hilfsrichter(in) αρσ (θηλ)
δικαστής ανηλίκων
Jugendrichter(in) αρσ (θηλ)
Berufsrichter(in) αρσ (θηλ)
βοηθός δικαστής
Hilfsrichter(in) αρσ (θηλ)
Ermittlungsrichter(in) αρσ (θηλ)
Strafrichter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский