Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θλιβερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θλιβερ|ός <-ή, -ό> [θlivɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. θλιβερός (που προκαλεί λύπη):

θλιβερός

2. θλιβερός (που προκαλεί θλίψη):

θλιβερός

3. θλιβερός (θλιμμένος):

θλιβερός

4. θλιβερός (αξιοθρήνητος: λάθος):

θλιβερός

5. θλιβερός (άθλιος):

θλιβερός
bittere Armut θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский