Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιχειρησιακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιχειρησιακ|ός <-ή, -ό> [ɛpiçirisiaˈkɔs] ΕΠΊΘ (σχετιζόμενος με τις επιχειρήσεις)

επιχειρησιακός
Unternehmens-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский