Ελληνικά » Γερμανικά

επιχείρησ|η <-εις> [ɛpiˈçirisi] SUBST θηλ

1. επιχείρηση (ενέργεια):

Unternehmung θηλ

2. επιχείρηση (εταιρεία):

Unternehmen ουδ
Agrarbetrieb αρσ
Einzelfirma θηλ
Scheinfirma θηλ
Exporteur αρσ
Hotelgewerbe ουδ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский