Ελληνικά » Γερμανικά

επιχορήγησ|η <-εις> [ɛpixɔˈrijisi] SUBST θηλ

1. επιχορήγηση (χρηματική ενίσχυση):

επιχορήγηση
Beihilfe θηλ

2. επιχορήγηση (επιδότηση):

επιχορήγηση
Subvention θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский