Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βοηθητικός , διηθητικός , επιβοηθητικός και υποβοηθητικός

διηθητικ|ός <-ή, -ό> [ðiiθitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υποβοηθητικ|ός <-ή, -ό> [ipɔvɔiθitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

επιβοηθητικ|ός <-ή, -ό> [ɛpivɔiθitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Hilfs-, Unterstützungs-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский