Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαρτί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαρτί [xarˈti] SUBST ουδ

1. χαρτί (ύλη για γράψιμο):

χαρτί
Papier ουδ
ένα χαρτί
ein Blatt ουδ Papier
Briefpapier ουδ
Haftpapier ουδ
έγχρωμο χαρτί
farbiges Papier ουδ
χαρτί κουζίνας
Küchenpapier ουδ
χαρτί μιλιμετρέ
Ozonpapier ουδ
Pappmaché ουδ
Papiermaché ουδ
Reagenzpapier ουδ
χαρτί plotter
Plotterpapier ουδ
χαρτί σατινέ
χαρτί υγείας
χαρτί φαξ
Faxpapier ουδ

2. χαρτί (έγγραφο):

χαρτί
Dokument ουδ
meine Papiere ουδ πλ

3. χαρτί (τραπουλόχαρτο):

χαρτί
Karte θηλ

4. χαρτί ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

Παραδειγματικές φράσεις με χαρτί

χαρτί ουδ αλληλογραφίας
χαρτί ουδ σατινέ
χαρτί ουδ ηλιοτροπίου
Pappmaché ουδ
χαρτί σατινέ
χαρτί φαξ
Faxpapier ουδ
Haftpapier ουδ
έγχρωμο χαρτί
χαρτί κουζίνας
Ozonpapier ουδ
χαρτί plotter
χαρτί υγείας
ένα χαρτί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский