Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βοήθημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βοήθημα [vɔˈiθima] SUBST ουδ

1. βοήθημα (υποστήριξη):

βοήθημα

2. βοήθημα (βοηθητικό μέσο: βιβλία κτλ):

βοήθημα
Hilfsmittel ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский