Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βοθρίο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βοθρίο [vɔˈθriɔ] SUBST ουδ

1. βοθρίο (στο μάτι):

βοθρίο
Netzhautgrube θηλ
βοθρίο
Fovea θηλ

ιδιωτισμοί:

γαστρικό βοθρίο
Magengrube θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βοθρίο

γαστρικό βοθρίο
Magengrube θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский