Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επιχρίω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επιχρί|ω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɛpiˈxriɔ] VERB μεταβ (με κάποια ουσία)

επιχρίω με

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский