Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φανερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φανερ|ός <-ή, -ό> [fanɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. φανερός (ολοφάνερος):

φανερός

2. φανερός (σαφής):

φανερός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский