Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φανερώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φανερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [fanɛˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. φανερώνω (αισθήματα, ιδιότητα, μυστικό, αλήθεια):

φανερώνω

2. φανερώνω (δηλώνω, δείχνω):

φανερώνω

3. φανερώνω (προδίδω):

φανερώνω

II . φανερώνομαι VERB αυτοπ ρήμα (εμφανίζομαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский