Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: wild , welk , wohl και weil

weil [vaɪl] ΣΎΝΔ

II . wohl [voːl] ΜΌΡ

welk [vɛlk] ΕΠΊΘ

1. welk (verblüht):

2. welk (Haut):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский