Γερμανικά » Ελληνικά

Wilde(r) <-n, -n> SUBST mf

1. Wilde(r) (Eingeborener):

Wilde(r)
άγριος αρσ (άγρια) θηλ

2. Wilde(r) (Verrückter):

Wilde(r)
τρελός αρσ (τρελή) θηλ

Wild <-(e)s> SUBST ουδ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με Wilde

der Wilde Westen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"Wilde" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский