Γερμανικά » Γαλλικά

I . erbarmen* ΡΉΜΑ μεταβ

II . erbarmen* ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. erbarmen χιουμ οικ (sich annehmen):

se dévouer οικ

Erbarmen <-s; χωρίς πλ> [ɛɐˈbarmən] ΟΥΣ ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με erbarmte

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina