Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „eingezingelt“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: eingebildet , geringelt , eingespielt , eingebunden , eingebettet , eingetragen , eingestellt , eingemeinden , eingekeilt , eingedolt , eingeloggt και umzingelt

eingebildet ΕΠΊΘ

1. eingebildet μειωτ (hochmütig):

prétentieux(-euse)

2. eingebildet (imaginär):

eingekeilt ΕΠΊΘ

eingestellt ΕΠΊΘ

2. eingestellt (vorbereitet):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina