Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „Eingeweihte Eingeweihter“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

Eingeweihte(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) κλιν τύπος wie επίθ (Experte)

initié(e) αρσ (θηλ)

ein|weihen ΡΉΜΑ μεταβ

1. einweihen (eröffnen):

2. einweihen (vertraut machen):

jdn in etw αιτ einweihen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina