Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „gedrängelt“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

III . drän·geln [ˈdrɛŋl̩n] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

1. drängeln (sich drängen) → drängen

2. drängeln (sich bemühen):

Βλέπε και: drängen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文