στο λεξικό PONS
Äqui·va·lenz·re·la·ti·on <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΜΑΘ
Äqui·va·lenz·prin·zip ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Äqui·va·lenz·prü·fung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Äqui·va·lenz <-, -en> [ɛkvivaˈlɛnts] ΟΥΣ θηλ
Äqui·va·lent <-s, -e> [ɛkvivaˈlɛnt] ΟΥΣ ουδ
äqui·va·lent [ɛkvivaˈlɛnt] ΕΠΊΘ τυπικ
- etw δοτ äquivalent sein
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
risikoäquivalent ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Äquivalenzprinzip ΟΥΣ ουδ ΦΟΡΟΛ
Kreditäquivalent ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Energieäquivalent ΠΕΡΙΒ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- EPROM
- Epstein-Barr-Virus
- Equalizer
- Equipe
- Equity
- Equivalency
- er
- erachten
- erahnen
- erarbeiten
- Erarbeitung