I . violent(e) [vjɔlɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. violent:
-
Gewalttat θηλ
2. violent (intense):
-
violent(e)
3. violent (véhément):
II . violent(e) [vjɔlɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
-
violent(e)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.