Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: enterrer , enserrer και enferrer

enserrer [ɑ͂seʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. enserrer (enfermer):

2. enserrer λογοτεχνικό (entourer étroitement):

I . enterrer [ɑ͂teʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

2. enterrer (assister à l'enterrement):

5. enterrer (renoncer à):

ιδιωτισμοί:

il nous enterrera tous χιουμ

II . enterrer [ɑ͂teʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina