Γαλλικά » Γερμανικά

rigole [ʀigɔl] ΟΥΣ θηλ

rigoler [ʀigɔle] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

2. rigoler (s'amuser):

ιδιωτισμοί:

tu me fais rigoler! ειρων

Παραδειγματικές φράσεις με rigoles

creuser des rigoles

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina