Γαλλικά » Γερμανικά

I . rôtir [ʀotiʀ, ʀɔtiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. rôtir ΜΑΓΕΙΡ:

2. rôtir οικ (brûler) soleil:

II . rôtir [ʀotiʀ, ʀɔtiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. rôtir ΜΑΓΕΙΡ:

2. rôtir οικ (être exposé au soleil):

braten οικ

III . rôtir [ʀotiʀ, ʀɔtiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ

rôti [ʀoti, ʀɔti] ΟΥΣ αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με rôties

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina