Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: plein , plenum και plénitude

plénitude [plenityd] ΟΥΣ θηλ λογοτεχνικό

1. plénitude (ampleur):

Fülle θηλ

2. plénitude (totalité):

plénumNO [plenɔm], plenumOT ΟΥΣ αρσ

Plenum ουδ

I . plein [plɛ͂] ΕΠΊΡΡ

ιδιωτισμοί:

voll οικ

II . plein [plɛ͂] ΠΡΌΘ

III . plein [plɛ͂] ΟΥΣ αρσ

1. plein (de carburant):

Tankfüllung θηλ

2. plein (trait épais):

ιδιωτισμοί:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina