I . moteur [mɔtœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. moteur:
-
Motor αρσ
-
Einspritz-/Explosionsmotor
-
moteur [à] quatre-temps
-
moteur [à] quatre-temps
-
Triebwerk ουδ
II . moteur [mɔtœʀ] ΠΑΡΆΘ
-
Motorbremse θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.