Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: repartir και repartie

répartie [ʀəpaʀti], repartie [ʀepaʀti] ΟΥΣ θηλ

repartir [ʀ(ə)paʀtiʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ +être

1. repartir (se remettre à avancer):

ιδιωτισμοί:

et c'est reparti pour un tour ! οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina