Γαλλικά » Γερμανικά

grimpée [gʀɛ͂pe] ΟΥΣ θηλ

grimpée
Aufstieg αρσ
grimpée vélo)
Bergfahrt θηλ
la grimpée du col

I . grimper [gʀɛ͂pe] ΡΉΜΑ αμετάβ

4. grimper οικ (augmenter rapidement):

klettern μτφ

III . grimper [gʀɛ͂pe] ΟΥΣ αρσ ΑΘΛ

Παραδειγματικές φράσεις με grimpée

la grimpée du col

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "grimpée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina