Γαλλικά » Γερμανικά

I . enfoui(e) [ɑ͂fwi] ΡΉΜΑ

enfoui part passé de enfouir

II . enfoui(e) [ɑ͂fwi] ΕΠΊΘ

1. enfoui (recouvert):

enfoui(e) dans/sous qc

Βλέπε και: enfouir

I . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

3. enfouir λογοτεχνικό (enfermer en soi):

II . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

3. enfouir λογοτεχνικό (enfermer en soi):

II . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με enfoui

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "enfoui" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina