Γαλλικά » Γερμανικά

I . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

3. enfouir λογοτεχνικό (enfermer en soi):

II . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με enfouie

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina