Γαλλικά » Γερμανικά

cadence [kadɑ͂s] ΟΥΣ θηλ

1. cadence (rythme):

Rhythmus αρσ

3. cadence (rythme de travail) (à la chaîne):

Takt αρσ
les cadences

cadencé(e) [kadɑ͂se] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με cadences

les cadences

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina