Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: balancelle , balançoire και balancer

I . balancer [balɑ͂se] ΡΉΜΑ μεταβ

2. balancer (tenir en agitant):

3. balancer (ballotter):

4. balancer οικ (envoyer):

schmeißen οικ

II . balancer [balɑ͂se] ΡΉΜΑ αμετάβ μτφ λογοτεχνικό

III . balancer [balɑ͂se] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se balancer

ιδιωτισμοί:

qn s'en balance οικ
das ist jdm piepegal οικ

balançoire [balɑ͂swaʀ] ΟΥΣ θηλ

balancelle [balɑ͂sɛl] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina