Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: équivalent , équivalence , ambivalent , trivalent , bivalent και équivaloir

équivalence [ekivalɑ͂s] ΟΥΣ θηλ

1. équivalence (valeur égale):

bivalent(e) [bivalɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

bivalent ειδικ ορολ

trivalent(e) [tʀivalɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ ΧΗΜ

ambivalent(e) [ɑ͂bivalɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina