maniérée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για maniérée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. manière (façon):

in such a way that

1. manières (savoir-vivre):

Μεταφράσεις για maniérée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
maniéré μειωτ

maniérée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για maniérée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

1. manière (façon):

de manièrece) qu'il soit satisfait (υποτ)

Μεταφράσεις για maniérée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
genteel μειωτ

maniérée Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

de manièrece) qu'il soit satisfait (υποτ)
Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Malmenée par ses camarades qui la trouvent trop maniérée, brimée par le sergent instructeur et surtout la dame capitaine, elle tente de s'enfuir.
fr.wikipedia.org
C'est une vieille fille aigrie, gourmande, hypocondriaque, maniérée et médisante, avec un fort caractère et un talent certain pour les scènes théâtrales et les conflits.
fr.wikipedia.org
En opposition à ces tenues et ce protocole pré-bourgeois, les macaronis réagissent par une mise exagérée, colorée et maniérée.
fr.wikipedia.org
Elle y joue l'estivante maniérée, au chapeau extravagant.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "maniérée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski