Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

enquêtrice στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για enquêtrice στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

contre-enquête <πλ contre-enquêtes>, contrenquête <πλ contrenquêtes> [kɔ̃tʀɑ̃kɛt] ΟΥΣ θηλ

1. enquête:

enquête ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ, ΝΟΜ

ιδιωτισμοί:

legislative inquiry αμερικ

télé-enquê|teur (télé-enquêtrice) [teleɑ̃kɛtœʀ, tʀis] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

enquê|teur (enquêtrice) [ɑ̃ketœʀ, tʀis] ΟΥΣ αρσ (θηλ)

enquêtrice στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για enquêtrice στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

enquêteur (-euse) [ɑ̃kɛtœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ (policier)

enquêtrice Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Αμερικανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Les dires de l'enquêtrice sont confirmés par une douzaine de familles de victimes.
fr.wikipedia.org
La sœur de l'enquêtrice est justement une grande historienne spécialisée dans la décryptage de ces prophéties.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski