I.slow <slower slowest> [αμερικ sloʊ, βρετ sləʊ] ΕΠΊΘ
1. slow tempo/rate/reactions:
2.1. slow (not lively):
3. slow (of clock, watch):
II.slow [αμερικ sloʊ, βρετ sləʊ] ΡΉΜΑ αμετάβ
III.slow [αμερικ sloʊ, βρετ sləʊ] ΡΉΜΑ μεταβ
IV.slow [αμερικ sloʊ, βρετ sləʊ] ΕΠΊΡΡ
- “slow!”