Αγγλικά » Γερμανικά

wind·ing ˈup ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ, ΝΟΜ

winding up ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

com·pul·so·ry wind·ing ˈup or·der ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ

wind·ing ˈup pe·ti·tion ΟΥΣ ΕΜΠΌΡ, ΝΟΜ

compulsory winding-up ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ

Ειδικό λεξιλόγιο

I . wind up ΡΉΜΑ μεταβ

2. wind up ΤΕΧΝΟΛ:

to wind up sth

3. wind up βρετ οικ (tease):

to wind up sb

4. wind up οικ (annoy):

to wind up sb

I . wind-up [ˈwaɪndʌp] ΟΥΣ

2. wind-up usu ενικ βρετ οικ:

Jux αρσ οικ

II . wind-up [ˈwaɪndʌp] ΕΠΊΘ προσδιορ

wind-up radio, phone charger, watch:

zum Aufziehen nach ουσ

partial wind-up ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ

Ειδικό λεξιλόγιο

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "winding-up" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文