able [βρετ ˈeɪb(ə)l, αμερικ ˈeɪbəl]ΕΠΊΘTo be able to meaning can is usually translated by the verb pouvoir: I was not able to go = je ne pouvais pas y aller; I was not able to help him = je ne pouvais pas l'aider. The main exception to this occurs when to be able to implies the acquiring of a skill, when savoir is used: he's nine and he's still not able to read = il a neuf ans et il ne sait toujours pas lire. For more examples and other uses, see the entry below.
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Ευχαριστούμε! Το μήνυμά σας μεταβιβάστηκε στη σύνταξη PONS.
Παρουσιάστηκε κάποιο λάθος. Παρακαλώ ξαναδοκιμάστε.
Ασκήσεις λεξιλογίου
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Μαζέψτε όλες τις λέξεις που θέλετε να μάθετε. Θα τις βρείτε μετά στη "Λίστα λεξιλογίου".
Αν θέλετε να περάσετε λήμματα στον προπονητή λεξιλογίου κάντε κλικ στο "Εισαγωγή".
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.