fondée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για fondée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

I.fondé (fondée) [fɔ̃de] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

fondé → fonder

II.fondé (fondée) [fɔ̃de] ΕΠΊΘ (légitime)

fondé (fondée) crainte
fondé (fondée) demande

Βλέπε και: fonder

bien-fondé, bienfondé [bjɛ̃fɔ̃de] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για fondée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
tactique θηλ fondée sur l'effet de la surprise

fondée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για fondée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Γαλλικά)

II.fonder [fo͂de] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για fondée στο λεξικό Αγγλικά»Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά»Αγγλικά)

Βρετανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "fondée" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski